- λεβεντογέννα
- yiğit anası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
βωτιάνειρα — βωτιάνειρα, η (Α) (για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι (< βόσκω*), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο + άνειρα, θηλ. του ανήρ*. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας… … Dictionary of Greek